- σαΐνης
- ο , σαΐνι τό1) сокол; 2) перен. орёл (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαΐνης — σαΐνης, ο και σαΐνι, το (λ. τουρκ.) 1. είδος γερακιού. 2. μτφ., ευφυής άνθρωπος: Αυτός ο μαθητής είναι σαΐνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαΐνης — και σαγίνης, ο, Ν [σαΐνι] το σαΐνι … Dictionary of Greek
σαγίνης — ο, Ν βλ. σαΐνης … Dictionary of Greek
σαχίνι — το βλ. σαΐνης, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)